-
1 ἐπι-πίπτω
ἐπι-πίπτω (s. πίπτω), darauffallen; εἰκὸς ἐπιπίπτειν τὰ ἄχυρα ἐπὶ τὸν σῖτον Xen. Oec. 18, 7; τὰ ἐπιπίπτοντα ἐκ τοῦ τείχους, das von der Mauer auf sie Fallende oder Herabgeworfene, App. B. C. 4, 111; bes. feindlich anfallen, angreifen, τινί, Her. 9, 116; Thuc. 3, 112; ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Xen. Cyr. 7, 4, 3; Folgde; εἴς τινα, Her. 7, 207. So auch von unangenehmen Dingen, die eintreten, Einen befallen, πόνων ἐπιπιπτόντων Plat. Legg. V, 732 c; χειμὼν ἐπιπεσών Prot. 344 d, wie Her. ὁ βορῆς 7, 189; σήματα Plat. Rep. III, 405 c; ἀνάγκη Legg. VI, 762 c; vgl. Eur. οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λύπαι Andr. 1044; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Thuc. 3, 82; νόσος 87; – ἐπὶ ταύτην τὴν παράκλησιν, darauf kommen, verfallen, Isocr. 5, 89; wie unser »einfallen«, ἐπιπίπτειν τοιούτους λογισμοὺς τοῖς γνησίοις τῶν στρατιωτῶν Plut. Oth. 9.
-
2 ἐπιπίπτω
A fall upon or over,ἐπέπιπτον ἀλλήλοις Th.7.84
;ἐπί τι X.Oec.18.7
, cf. Thphr.CP5.4.5: metaph.,ἐπέπεσε μοῖρα Pi.Pae.2.64
;ἐπί τι Isoc.5.89
;διαλογισμοὶ ἐπιπίπτουσί τινι Plu.Oth.9
.2. of money, accrue,τὸ μέρος ὃ εὑρίσκομες ἐπιπῖπτον ἐπὶ τὸ χρέος τὸ ὀφειλόμενον SIG953.66
(Cnidus, ii B.C.).II. fall upon in hostile sense, attack, assail,τινί Hdt.4.105
, Th.3.112; ἀφυλάκτῳ αὐτῷ ἐ. Hdt.9.116;ἀφάρκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Th.1.117
;ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις X.Cyr.7.4.3
; also ἐς τοὺς Ἕλληνας, v.l. for ἐς-, Hdt.7.210; of storms, τοῖσι βαρβάροισι ὁ βορῆς ἐπέπεσε ib. 189;χειμὼν ἐπιπεσών Pl.Prt. 344d
; of winds meeting one another, Arist.Mete. 364b3; of diseases, Hp.Aër.3;ἡ νόσος ἐ. τοῖς Ἀθηναίοις Th.3.87
; so of grief, misfortunes, etc.,οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λῦπαι E.Andr. 1043
(lyr.), etc.; , etc.2. come on after,ἐ. ῥῖγος πυρετῷ Hp.Aph.4.46
.3. accumulate, πλήθησίτου ἐπιπεπτωκέναι PPetr.2p.62
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπίπτω
См. также в других словарях:
επιπίπτω — (Α ἐπιπίπτω) [πίπτω] πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.) αρχ. 1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.) 2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.) 3. (για χρέος) προσαυξάνω … Dictionary of Greek